- γαλερός
- γᾰλερός, ά, όν,A = γαληνός, cheerful, Hsch., AB229. Adv. -ρῶς cj. in AP12.50 (Asclep.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαλερός — γαλερός, ά, όν (Α) εύθυμος, ιλαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. γαληρός < (θ.) γαλη (πρβλ. γαλήνη) + (επίθημα) ρος, αναλογικά προς τα επίθ. σε ερός (πρβλ. στυγ ερός, κρατ ερός κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
Γαλερός, Στυλιανός — (Καλονύχτι Ρεθύμνου 1874 – 1934). Οπλαρχηγός της Κρήτης, εθνικός αγωνιστής. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες για την απελευθέρωση του νησιού. Στην επανάσταση του Θερίσου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον χρησιμοποίησε σε εμπιστευτικές αποστολές. Το 1912… … Dictionary of Greek
γαλερόν — γαλερός cheerful masc acc sg γαλερός cheerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek